- προτιθασεύω
- προτῐθᾰσεύω,A soothe, conciliate first, Olymp. in Alc.p.87 C.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προτιθασεύω — Α τιθασεύω, εξημερώνω ζώο εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + τιθασεύω «δαμάζω, εξημερώνω»] … Dictionary of Greek
προτιθασεύει — προτιθασεύω soothe pres ind mp 2nd sg προτιθασεύω soothe pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)